πολυτρύπητος

πολυτρύπητος
η , ο [ος , ον ] дырявый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πολυτρύπητος" в других словарях:

  • πολυτρύπητος — η, ο / πολυτρύπητος, ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλές οπές, πολύτρητος* («κουμάρι πολυτρύπητο νερό παίρνει και πάει» [αίνιγμα] ο σπόγγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυπητός (< τρυπῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρύπητος — η, ο αυτός που έχει πολλές τρύπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»